- συνυπαίτιος
- α, ο[ν] являющийся сообщником, соучастником, соответчиком; разделяющий вину
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνυπαίτιος — α, ο, Ν συνυπεύθυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + υπαίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
συνυπαιτιότητα — η, Ν [συνυπαίτιος] το να είναι κανείς συνυπαίτιος, να ευθύνεται για κάτι από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek